σαράντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαράντα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαράκοντα < αρχαία ελληνική τεσσαράκοντα (Με αποκοπή της πρώτης συλλαβής, η οποία το Μεσαίωνα θεωρήθηκε άρθρο: τές σαράκοντα, ενώ η αποβολή της συλλαβής -κο- απαντά σε πολλά αριθμητικά, λ.χ. τριάκοντα - τριάντα, ἑξήκοντα - ἑξῆντα κτλ.)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /saˈɾan.da/ και σε γρήγορο λόγο
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐ρά‐ντα
Αριθμητικό[επεξεργασία]
σαράντα
- (απόλυτο αριθμητικό) ο ακέραιος αριθμός (40) που ακολουθεί το τριάντα εννιά και προηγείται του σαράντα ένα, με τα σύμβολα του ελληνικού αλφαβήτου γράφεται μ΄ και στο λατινικό σύστημα αρίθμησης XL
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαράντα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαράντα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- το μνημόσυνο που γίνεται στις σαράντα μέρες μετά το θάνατο κάποιου
- ↪ αύριο είναι τα σαράντα του μακαρίτη
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αριθμητικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αριθμητικά απόλυτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)