σαρακοφάγωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαρακοφάγωμα < σαρακοφαγωμένος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαρακοφάγωμα ουδέτερο
- διάσπαρτη μεγάλου βαθμού φθορά ξύλου ή άλλου αντικειμένου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαρακοφάγωμα
|