σαραντάχρονα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα σαραντάχρονα
      γενική των σαραντάχρονων
    αιτιατική τα σαραντάχρονα
     κλητική σαραντάχρονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαραντάχρονα < σαράντα + χρόνος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαραντάχρονα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. συμπλήρωση σαράντα χρόνων από κάποιο γεγονός
  2. τεσσαρακοστή επέτειος, (συνηθέστερα από τον χρόνο του γεγονότος, παρά από τον χρόνο καθορισμού της επετείου)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]