σαρανταριά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρανταριά οι σαρανταριές
      γενική της σαρανταριάς των σαρανταριών
    αιτιατική τη σαρανταριά τις σαρανταριές
     κλητική σαρανταριά σαρανταριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαρανταριά < σαράντα + -αριά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαρανταριά θηλυκό

  1. ποσότητα από σαράντα ομοειδή αντικείμενα
    ήταν στη συγκέντρωση καμιά σαρανταριά άνθρωποι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]