σαρδέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαρδέλα | οι | σαρδέλες |
γενική | της | σαρδέλας | των | σαρδελών |
αιτιατική | τη | σαρδέλα | τις | σαρδέλες |
κλητική | σαρδέλα | σαρδέλες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαρδέλα < ιταλική sardella, υποκοριστικό του sarda < λατινική sardina < αρχαία ελληνική σαρδίνη (αντιδάνειο) < Σαρδώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαρδέλα θηλυκό
- ονομασία όλων των ειδων του γένους Sardina
- (μεταφορικά) η κάθε γραμμή σε διακριτικό βαθμοφόρων υπαξιωματικών
- πήρε μια σαρδέλα και νομίζει ότι έγινε κάποιος...
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- θα σε σκίσω σα σαρδέλα: λέγεται σαν απειλή
- (στριμωχτήκαμε) σα σαρδέλες: όταν υπάρχει πάρα πολύς κόσμος στριμωγμένος
[επεξεργασία]
- σαρδελίτσα
- σαρδελομάνα
- σαρδελοκούτι
- σαρδελόκουτο
- Σαρδέλης
- → δείτε τη λέξη Σαρδηνία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σαρδέλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαρδέλα