σαρδόνυχας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαρδόνυχας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σαρδόνυξ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /saɾˈðo.ni.xas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σαρ‐δό‐νυ‐χας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σαρδόνυχας αρσενικό
- (ορυκτολογία) πολύτιμος λίθος που χρησιμοποιείται συχνά
- ※ Συνδυάζοντας διάφορες τεχνικές , οι Βυζαντινοί χρυσοχόοι σκαλίζουν τα ευγενή μέταλλα, σμιλεύουν τους ημιπολύτιμους λίθους, ίασπη, σαρδόνυχα, λαζουρίτη, αχάτες και την ορεία κρύσταλλο, λεπτουργούν με μοναδική μαστοριά επιπεδόγλυφα και περίκλειστα σμάλτα και δένουν μαργαριτάρια, πετράδια και πολύχρωμα υέλια στα θελκτικά τους μικροτεχνήματα (Το Ελληνικό Κόσμημα : Πέντε Χιλιάδες χρόνια παράδοση, Ελληνικό Κέντρο Αργυροχοΐας, 1995, σελ. 85)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- σαρδόνυχας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)