σαρμάκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαρμάκο τα σαρμάκα
      γενική του σαρμάκου των σαρμάκων
    αιτιατική το σαρμάκο τα σαρμάκα
     κλητική σαρμάκο σαρμάκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαρμάκο < τουρκική sarmak[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαρμάκο ουδέτερο

  1. (στην έκφραση κάνω σαρμάκο): Στέκομαι αμίλητος, προσοχή, αποφεύγω να εκδηλωθώ, κάνω τουμπεκί, κάνω πως δεν καταλαβαίνω.
    Τώρα σε βλέπω μ' άλλονε κι εγώ κάνω σαρμάκο, / γιατί ταιριάζει τ' όνομα, για να με λένε Μάρκο. (Μάρκος Βαμβακάρης, Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο)
  2. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
    εφαπτόμενη με το πάτωμα, ένα καχεκτικό κορμί να ισορροπήσει τα δυο του πόδια προσπαθούσε, δύσκολη άσκηση το σαρμάκο, σκέφτηκα, ωστόσο θυμάμαι είχα μείνει σύξυλη στο κατώφλι (Μαρία Πολυδούρη, Πέρα απ' τον έρωτα και το θάνατο: Εσωτερικός μονόλογος])

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. Κατά το Νικόλαο Πολίτη, ("Λαογραφικά Σύμμεικτα", τ. Β') προέρχεται από τη φράση "κάνε σαμάρκο" ("σαρμάκο", με αντιμετάθεση). Φράση που σήμαινε: «κράτα το στόμα σου ανοικτό, χάσκοντας όπως το λιοντάρι» και, κατ' επέκταση, "σώπασε", "μη μιλάς". Η φράση ετυμολογείται από τα λιοντάρια του San Marco, του εμβλήματος δηλαδή της Βενετίας, γνωστού σε όλη την Ελλάδα από τα βενετσιάνικα κάστρα. Σ' αυτή την περίπτωση θα σήμαινε στέκομαι αμίλητος, προσοχή, αποφεύγω να εκδηλωθώ, κάνω τουμπεκί, κάνω πως δεν καταλαβαίνω.
2. Από την Αγίου Μάρκου στη Ραφήνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]