σαρόω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]*σαρόω (ελληνιστική κοινή)
- ασυναίρετη μορφή του σαρῶ για την κλίση σε -όω
*σαρόω (ελληνιστική κοινή)