σασκίνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σασκίνης οι σασκίνηδες
      γενική του σασκίνη των σασκίνηδων
    αιτιατική τον σασκίνη τους σασκίνηδες
     κλητική σασκίνη σασκίνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σασκίνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική şaşkın (έκπληκτος, μπερδεμένος) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /saˈsci.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐σκί‐νης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σασκίνης αρσενικό

  1. χαζός, μπερδεμένος, σαστισμένος, ανόητος
  2. αδέξιος στη δουλειά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.

Πηγές[επεξεργασία]