σασμάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σασμάν < γαλλική changement (de vitesses)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σασμάν ουδέτερο άκλιτο
- κιβώτιο ταχυτήτων
σασμάν ουδέτερο άκλιτο