σατέν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σατέν < (λόγιο δάνειο) γαλλική satin < αραβική زيتون (zaytwn), αραβική γραφή της μεσαιωνικής κινεζικής πόλης Citong, που σήμερα ονομάζεται Quanzhou.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σατέν ουδέτερο άκλιτο
- (ύφασμα) λεπτό ύφασμα από μετάξι, νάιλον ή πολυεστέρα που είναι γυαλιστερό στη μία μόνο επιφάνειά του
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Υφάσματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)