σατινάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σατινάρω < σάτιν(α) + -άρω < γαλλική satiner

Ρήμα[επεξεργασία]

σατινάρω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]