σατινένιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σατινένιος η σατινένιη το σατινένιο
      γενική του σατινένιου της σατινένιης του σατινένιου
    αιτιατική τον σατινένιο τη σατινένιη το σατινένιο
     κλητική σατινένιε σατινένιη σατινένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σατινένιοι οι σατινένιες τα σατινένια
      γενική των σατινένιων των σατινένιων των σατινένιων
    αιτιατική τους σατινένιους τις σατινένιες τα σατινένια
     κλητική σατινένιοι σατινένιες σατινένια
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σατινένιος < σατιν(έ) + -ένιος

Επίθετο[επεξεργασία]

σατινένιος, -α, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]