σατιρίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σατιρίστρια < σατιριστής + -τρια
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.tiˈɾi.stɾi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σατιρίστρια θηλυκό
- θηλυκό του σατιριστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σατιρίστρια
|