σατραπικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σατραπικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σατραπικός < σατράπ(ης) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]σατραπικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον σατράπη
- (μεταφορικά) αυταρχικός, απολυταρχικός, τυραννικός
- ※ Παράγινε σατραπικός ο αρχηγός, δε νομίζετε; (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σατραπικός
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σατραπικός < σατράπ(ης) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]σατραπικός
- σχετικός με τον σατράπη → ζητούμενο λήμμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σατράπης
Πηγές
[επεξεργασία]- σατραπικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σατραπικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)