σαυλοπρωκτιάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σαυλοπρωκτιάω
- περπατώ καμαρωτά κουνώντας τα οπίσθια
- καὶ μὴν προθυμοῦμαί γε σαυλοπρωκτιᾶν. (Αριστοφάνης, Σφήκες, 1173)