σαυρίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαυρίδι τα σαυρίδια
      γενική του σαυριδιού των σαυριδιών
    αιτιατική το σαυρίδι τα σαυρίδια
     κλητική σαυρίδι σαυρίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαυρίδι < μεσαιωνική ελληνική σαυρίδιον < σαυρίς (υποκοριστικό του σαῦρος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /saˈvɾi.ði/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαυρίδι ουδέτερο (και σαφρίδι)

  • μικρό ψάρι της Μεσογείου (Trachurus trachurus) που συναντάται στα ρηχά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]