σαφέστερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]σαφέστερα, συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος σαφώς
- με τρόπο που ξεκαθαρίζει κάτι καλύτερα, που το κάνει πιο ακριβές, πιο σαφές, πιο αναλυτικό, που το διασαφηνίζει περισσότερο
- Του το εξήγησα σαφέστερα και το παιδί το κατάλαβε.
- (κατ’ επέκταση) πιο αυστηρά
- Να το πω σαφέστερα λοιπόν αφού δεν μπορείς να το καταλάβεις. Αν το ξανακάνεις, ο συνεταιρισμός μας τελειώνει ακαριαία!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σαφέστερα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]σαφέστερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σαφέστερο