σαφέστερα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαφέστερα < σαφώς ή με σαφή τρόπο


Επίρρημα

[επεξεργασία]

σαφέστερα, συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος σαφώς

  1. με τρόπο που ξεκαθαρίζει κάτι καλύτερα, που το κάνει πιο ακριβές, πιο σαφές, πιο αναλυτικό, που το διασαφηνίζει περισσότερο
    Του το εξήγησα σαφέστερα και το παιδί το κατάλαβε.
  2. (κατ’ επέκταση) πιο αυστηρά
    Να το πω σαφέστερα λοιπόν αφού δεν μπορείς να το καταλάβεις. Αν το ξανακάνεις, ο συνεταιρισμός μας τελειώνει ακαριαία!


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

σαφέστερα