σαφηνίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαφηνίζω < αρχαία ελληνική σαφηνίζω < σαφηνής < σαφής

Ρήμα[επεξεργασία]

σαφηνίζω (παθητική φωνή: σαφηνίζομαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]