σαφηνισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
σαφηνισμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαφηνισμένος
|
σαφηνισμένος, -η, -ο
|