σαχ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαχ < (λόγιο δάνειο) γερμανική Schach (σάχης) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsax/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαχ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]