σαχμαράν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαχμαράν < (μεταγραφή) διαγλωσσική ορολογία shahmaran < περσική شاهماران (šâhmârân) < شاه (šâh, σάχης) + ماران (mârân, φίδια)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαχμαράν θηλυκό άκλιτο
- (λαογραφία) η βασίλισσα των φιδιών, ένα μυθικό πλάσμα, μισή γυναίκα και μισή φίδι, με διαφορετικές παραλλαγές στη λαογραφία του Ιράν, της Ανατολίας, της Αρμενίας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Shahmaran στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «σαχμαραν» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «σ».
Κατηγορίες:
- Μεταγραμμένοι όροι από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)