σαϊπής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σαϊπής | οι | σαϊπήδες |
γενική | του | σαϊπή | των | σαϊπήδων |
αιτιατική | τον | σαϊπή | τους | σαϊπήδες |
κλητική | σαϊπή | σαϊπήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαϊπής αρσενικό
- (παρωχημένο) (Τουρκοκρατία) ιδιοκτήτης, κάτοχος
- ※ Νέοι μουκατάδες προς εκμίσθωση δημιουργήθηκαν με τη μετατροπή τιμαριωτικών γαιών σε δημόσιες, για να καλύψουν επείγουσες ανάγκες· με σουλτανικό διάταγμα του 1695 καθιερώθηκε και το σύστημα των μαλικιανέδων, της ισόβιας δηλαδή εκμισθώσεως των φόρων στον πλειοδότη. Ο ισόβιος μισθωτής του μαλικιανέ ονομαζόταν μαλικιανέ σαϊπής (malikâne sahibi). (Ιστορία του ελληνικού έθνους. Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669–1821), εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1975, ISBN: 978–960–213–107–7, σελ. 108)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαϊπής
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ής (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)