σαϊτευτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαϊτευτής οι σαϊτευτές
      γενική του σαϊτευτή των σαϊτευτών
    αιτιατική τον σαϊτευτή τους σαϊτευτές
     κλητική σαϊτευτή σαϊτευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαϊτευτής < σαΐτεύω + -τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαϊτευτής αρσενικό

  1. αυτός που ρίχνει ένα βέλος (μια σαΐτα), ο τοξοβόλος, ο τοξότης
    ω Φοίβε, ..., έριξες τη λύρα, κι έγινες σαϊτευτής (Κωστής Παλαμάς)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]