σαϊτοπόλεμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαϊτοπόλεμος οι σαϊτοπόλεμοι
      γενική του σαϊτοπόλεμου των σαϊτοπόλεμων
    αιτιατική τον σαϊτοπόλεμο τους σαϊτοπόλεμους
     κλητική σαϊτοπόλεμε σαϊτοπόλεμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαϊτοπόλεμος < σαΐτ(α) + -ο- + -πόλεμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαϊτοπόλεμος αρσενικό

  1. πόλεμος που επιχειρείται με σαΐτες
  2. παραδοσιακό αναστάσιμο έθιμο της Καλαμάτας με πυρίτιδα που επιχειρούν οι σαϊτολόγοι (σαϊτομαχητές)
    το έθιμο του σαϊτοπολέμου ανάγεται από τουρκοκρατίας.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]