Μετάβαση στο περιεχόμενο

σαύλωμα

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σαύλωμᾰ τὰ σαυλώμᾰτ
      γενική τοῦ σαυλώμᾰτος τῶν σαυλωμᾰ́των
      δοτική τῷ σαυλώμᾰτ τοῖς σαυλώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ σαύλωμᾰ τὰ σαυλώμᾰτ
     κλητική ! σαύλωμᾰ σαυλώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σαυλώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  σαυλωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαύλωμα < σαυλόομαι / σαυλοῦμαι < σαῦλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σαύλωμα ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]