σαύρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαύρα | οι | σαύρες |
γενική | της | σαύρας | των | σαυρών |
αιτιατική | τη | σαύρα | τις | σαύρες |
κλητική | σαύρα | σαύρες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαύρα < αρχαία ελληνική σαύρα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαύρα θηλυκό
- (ερπετολογία) είδος τετράποδου ερπετού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαύρα