σβήνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σβήνω < μεσαιωνική ελληνική σβήνω < αρχαία ελληνική σβέννυμι. (Από τον αόριστο ἔσβην (γ' πληθυντικό: ἔσβησαν) σχηματίστηκε ο νέος αόριστος έσβησα και από αυτόν ο νέος ενεστώτας σβήνω.)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
σβήνω (παθητική φωνή: σβήνομαι)
- (μεταβατικό) σταματώ κάτι από το να καίει ή να καίγεται
- (μεταφορικά) ικανοποιώ μια σφοδρή επιθυμία ώστε αυτή να μην είναι πια επιτακτική
- σβήνω τη δίψα μου
- κάνω κάτι που είναι γραμμένο να μη φαίνεται πια
- εξαλείφω
- απενεργοποιώ μια συσκευή
- (λαϊκότροπο) (αμετάβατο) λιποθυμώ ή πεθαίνω
- (γαστρονομία) ρίχνω κάποιο υγρό (νερό, κρασί, ξύδι κλπ) σε φαγητό που σοτάρω ή τσιγαρίζω, το οποίο κατεβάζει τη θερμοκρασία
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- σβήνει το καντήλι κάποιου: πέθανε ή είναι ετοιμοθάνατος
- σβήνω από τον χάρτη: καταστρέφω, αφανίζω, εξαφανίζω
- σβήνω με το σφουγγάρι: ξεχνώ, βγάζω από την μνήμη μου
- στο άψε σβήσε
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σβήνω | έσβηνα | θα σβήνω | να σβήνω | σβήνοντας | |
β' ενικ. | σβήνεις | έσβηνες | θα σβήνεις | να σβήνεις | σβήνε | |
γ' ενικ. | σβήνει | έσβηνε | θα σβήνει | να σβήνει | ||
α' πληθ. | σβήνουμε | σβήναμε | θα σβήνουμε | να σβήνουμε | ||
β' πληθ. | σβήνετε | σβήνατε | θα σβήνετε | να σβήνετε | σβήνετε | |
γ' πληθ. | σβήνουν(ε) | έσβηναν σβήναν(ε) |
θα σβήνουν(ε) | να σβήνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έσβησα | θα σβήσω | να σβήσω | σβήσει | ||
β' ενικ. | έσβησες | θα σβήσεις | να σβήσεις | σβήσε | ||
γ' ενικ. | έσβησε | θα σβήσει | να σβήσει | |||
α' πληθ. | σβήσαμε | θα σβήσουμε | να σβήσουμε | |||
β' πληθ. | σβήσατε | θα σβήσετε | να σβήσετε | σβήστε | ||
γ' πληθ. | έσβησαν σβήσαν(ε) |
θα σβήσουν(ε) | να σβήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σβήσει | είχα σβήσει | θα έχω σβήσει | να έχω σβήσει | ||
β' ενικ. | έχεις σβήσει | είχες σβήσει | θα έχεις σβήσει | να έχεις σβήσει | έχε σβησμένο | |
γ' ενικ. | έχει σβήσει | είχε σβήσει | θα έχει σβήσει | να έχει σβήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σβήσει | είχαμε σβήσει | θα έχουμε σβήσει | να έχουμε σβήσει | ||
β' πληθ. | έχετε σβήσει | είχατε σβήσει | θα έχετε σβήσει | να έχετε σβήσει | έχετε σβησμένο | |
γ' πληθ. | έχουν σβήσει | είχαν σβήσει | θα έχουν σβήσει | να έχουν σβήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σβησμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σβησμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σβησμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σβησμένο |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σβήνω