σβήσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈzvi.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σβή‐σι‐μο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σβήσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σβήνω
- το σταμάτημα μιας φωτιάς
- η εκπλήρωση ή ικανοποίηση μιας επιθυμίας
- η απαλοιφή κάποιας γραφής
- η εξάλειψη
- η απενεργοποίηση μιας συσκευής ή μηχανής
- (λαϊκότροπο) το χάσιμο των αισθήσεων
- (γαστρονομία) το ρίξιμο κάποιου υγρού (νερό, κρασί, ξίδι κ.λπ.) σε φαγητό που σοτάρεται ή τσιγαρίζεται, το οποίο κατεβάζει τη θερμοκρασία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σβήνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γενικά το να σβήνω
|
για φωτιές
στο μαγείρεμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δέσιμο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιμο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)