Μετάβαση στο περιεχόμενο

σβήστρα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σβήστρα οι σβήστρες
      γενική της σβήστρας των σβηστρών
    αιτιατική τη σβήστρα τις σβήστρες
     κλητική σβήστρα σβήστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δίχρωμη σβήστρα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σβήστρα < σβήνω + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σβήστρα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]