σβήστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σβήστρα | οι | σβήστρες |
γενική | της | σβήστρας | των | σβηστρών |
αιτιατική | τη | σβήστρα | τις | σβήστρες |
κλητική | σβήστρα | σβήστρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σβήστρα θηλυκό
- εύκαμπτο αντικείμενο (από καουτσούκ ή άλλο παρεμφερές υλικό) που το χρησιμοποιούμε για να σβήνουμε
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σβήνω