σβαρνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σβαρνώ < μεσαιωνική ελληνική σβαρνώ < σβάρνα +

Ρήμα[επεξεργασία]

σβαρνώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]