σβεστήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σβεστήριος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]

σβεστήριος, -α, -ον

  • αυτός που είναι κατάλληλος για κατάσβεση

Συγγενικά

[επεξεργασία]