σβωλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σβολιάζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σβωλιάζω < σβώλος + -ιάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σβωλιάζω

  1. (μεταβατικό) μετατρέπω σε σβώλους, φτιάχνω σβώλους
  2. (αμετάβατο) μετατρέπομαι σε σβώλους, γίνομαι σβώλος ή γεμίζω σβώλους

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]