σγουραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σγουραίνω < σγουρός + -αίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

σγουραίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι σγουρό
  2. (αμετάβατο) γίνομαι σγουρός


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]