σεΐζης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σεΐζης | οι | σεΐζηδες |
γενική | του | σεΐζη | των | σεΐζηδων |
αιτιατική | τον | σεΐζη | τους | σεΐζηδες |
κλητική | σεΐζη | σεΐζηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεΐζης αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεΐζης
|