σείριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σείριος < συσχετίζεται ετυμολογικά (χωρίς βεβαιότητα) με : σείω, "σειρ" (ήλιος), "σειρός" (θερμός), σέλας, ἥλιος, εἵλη (καύσωνας)
Επίθετο[επεξεργασία]
σείριος
- ο καυτός, θερμός, ακτινοβόλος, φλογερός
- σείριον ἱμάτιον (ελαφρύ καλοκαιρινό ρούχο)
- σείριον πάθος (η σειρίαση, δηλ. εγκαύματα από τον καλοκαιρινό ήλιο)
- καταστροφικός
- σείριαι νᾶες