σείσμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σείσμα < αρχαία ελληνική σεῖσμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σείσμα ουδέτερο

  • το κούνημα (του σώματος, όταν κάποιος περπατάει)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]