σείστρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σείστρο | τα | σείστρα |
γενική | του | σείστρου | των | σείστρων |
αιτιατική | το | σείστρο | τα | σείστρα |
κλητική | σείστρο | σείστρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σείστρο < (ελληνιστική κοινή) σεῖστρον < σείω (5. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική rocker)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σείστρο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) συνοδευτικό κρουστό μουσικό όργανο που αποτελείται από μια χειρολαβή και το κυρίως μέρος του (σε σχήμα πετάλου ή σπιρουνιού) με προσαρμοσμένα κουδουνάκια που παράγουν κάποιον ήχο και κρατούν το ρυθμό σε κάθε τους κίνηση.
- κουδουνίστρα
- γλωσσίδι καμπάνας ή κουδουνιού
- κουδουνάκι ντεφιού
- κατασκευή που συμβάλλει στην έκπλυση μεταλλεύματος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σείω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσική