σεβντάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σεβντάς | οι | σεβντάδες |
γενική | του | σεβντά | των | σεβντάδων |
αιτιατική | τον | σεβντά | τους | σεβντάδες |
κλητική | σεβντά | σεβντάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σεβντάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική sevda < αραβική سوداء (sawdāʾ: μαυρίλα, μελαγχολία), θηλυκό του أسود (’áswad, μαύρος) < ρίζα س و د (s-w-d)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σεβντάς αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σεβντάς
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)