σεγκούνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεγκούνι < (άμεσο δάνειο) αλβανική shegune < λατινική sagum < sagus < ελληνιστική κοινή σάγος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεγκούνι ουδέτερο
- (ενδυμασία) (ιδιωματικό) (παρωχημένο) χοντρό, μάλλινο πανωφόρι που το φορούσαν κυρίως οι γυναίκες χωρικές
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)