σεινάμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεινάμενος < σειέμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
σεινάμενος
- (ειρωνικό) (μόνο σε φράσεις: σεινάμενος και λυγάμενος ή κουνάμενος) που δείχνει ότι δεν έχει καταλάβει ότι κάποιο κακό ή γενικά συνταραχτικό γεγονός έχει συμβεί
- εμφανίστηκε στη γιορτή σεινάμενη και κουνάμενη λες και δεν είχαν ποτέ τσακωθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεινάμενος
|