σειριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σειριακός < σειρά + -ικός > σειραϊκός. Η χρήση του σειρ-ιακός είναι πολύ συχνή αν και παραβιάζει τους κανόνες της παραγωγής από τα θηλυκά σε ‑α.[1]. Δείτε Σείριος
Επίθετο[επεξεργασία]
σειριακός, ή, ό
- προφορική αλλά συχνά και γραπτή μορφή του σειραϊκός
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- ↑ Επεξήγηση από τον Dr. Moshe @translatum, 2007.06.18. για τον σχηματισμό -ιακός αντί του σωστού σειρα‑ικός. πρόσβαση:2014.04.02.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αριθμός
|