σεισμολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεισμολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική séismologue < séismologie, σεισμ(ός + -ο- + -λόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεισμολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) o επιστήμονας που μελετάει τους σεισμούς
[επεξεργασία]
- σεισμολογία
- σεισμολογικός
- → και δείτε τη λέξη σεισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεισμολόγος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)