σεισμομετρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεισμομετρικός < σεισμομετρία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
σεισμομετρικός
- που έχει σχέση με τη σεισμομετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεισμομετρικός