σεισμοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σεισμοσκόπιο | τα | σεισμοσκόπια |
γενική | του | σεισμοσκόπιου & σεισμοσκοπίου |
των | σεισμοσκόπιων & σεισμοσκοπίων |
αιτιατική | το | σεισμοσκόπιο | τα | σεισμοσκόπια |
κλητική | σεισμοσκόπιο | σεισμοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεισμοσκόπιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεισμοσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεισμοσκόπιο
|