σελάγισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σαλάγισμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σελάγισμα τα σελαγίσματα
      γενική του σελαγίσματος των σελαγισμάτων
    αιτιατική το σελάγισμα τα σελαγίσματα
     κλητική σελάγισμα σελαγίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σελάγισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σελάγισμα[1] < σελαγέω < σέλας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /seˈla.ʝi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐λά‐γι‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σελάγισμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]