σελαμλίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σελαμλίκι | τα | σελαμλίκια |
γενική | του | σελαμλικιού | των | σελαμλικιών |
αιτιατική | το | σελαμλίκι | τα | σελαμλίκια |
κλητική | σελαμλίκι | σελαμλίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σελαμλίκι ουδέτερο
- ο ανδρωνίτης στα διαμερίσματα του σπιτού των Οθωμανών
- (λαογραφία) η ενδομαδιαία έξοδος του σουλτάνου της οθωμανικής αυτοκρατορίας κάθε Παρασκευή για το τέμενος, για προσευχή