σεληνιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεληνιάζομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σεληνιάζομαι < σελήνη

Ρήμα[επεξεργασία]

σεληνιάζομαι, π.αόρ.: σεληνιάστηκα, μτχ.π.π.: σεληνιασμένος (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]