σεληνογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεληνογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sélénographie < αρχαία ελληνική Σελήν(η) + -ο- + -γραφία]\
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /se.li.no.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐λη‐νο‐γρα‐φία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σεληνογραφία θηλυκό
- (αστρονομία) η περιγραφή της επιφάνειας της Σελήνης με βάση τη μέθοδο της γεωγραφίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεληνογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραφία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)