σεληνογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σεληνογραφικός < σεληνογραφ(ία) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /se.li.no.ɣɾa.fiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σε‐λη‐νο‐γρα‐φι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
σεληνογραφικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την σεληνογραφία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σεληνογραφικός
|